- συνεπάγω
- ΝΜΑ [ἐπάγω, -ομαι]νεοελλ.μέσ. συνεπάγομαι- έχω ως αποτέλεσμαμσν.-αρχ.μέσ. οδηγώ κάποιον μαζί μου («δυνάμεις πολλὰς συνεπαγόμενος», Άνν. Κομν.)αρχ.1. οδηγώ κάποιον εναντίον ενός άλλου («τὰ κράτιστα ἐπὶ τε τοὺς ὑποδεεστέρους... ξυνεπῆγον», Θουκ.)2. φέρω κάποιον από κοινού με κάποιον άλλο εναντίον τρίτου («καὶ ἅμα αἱ πλησιόχωροι πόλεις αὐτῶν αἱ οὐκ ἀφεστηκυῑαι ξυνεπῆγον», Θουκ.)3. μέσ. α) σύρω δίχτυ μαζί με κάποιονβ) μτφ. έλκω («τὰ ἐπιρρήματα συνεπάγεσθαι τὴν πρόθεσιν ἐπὶ τὰ ῥήματα», Απολλ. Δύσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.